- πάνδικος
- πάν-δικος, ganz gerecht; adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πάνδικος — ον, Α δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ. β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.). επίρρ... πανδίκως με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ δικος] … Dictionary of Greek
πανδίκως — πάνδικος all righteous adverbial πάνδικος all righteous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνδικον — πάνδικος all righteous masc/fem acc sg πάνδικος all righteous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδίκους — πάνδικος all righteous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδίκῳ — πάνδικος all righteous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek